DODWELL, Edward. Alcuni bassirilievi della Grecia descritti e pubblicati in otto tavole..., Ρώμη, Ferdinando Mori e Stefano Piale, MDCCCXII [=1812].
O αρχαιολόγος και ζωγράφος Edward Dodwell (1767-1832), γόνος παλιάς και πλούσιας ιρλανδικής οικογένειας, γεννήθηκε στο Δουβλίνο και σπούδασε φιλολογία και αρχαιολογία στο Trinity College του Kαίμπριτζ. Ευνοημένος οικονομικά με μεγάλη περιουσία και χωρίς επαγγελματική υποχρέωση αφοσιώθηκε στη μελέτη των πολιτισμών της Μεσογείου.
Ταξίδεψε το 1801 συντροφιά με τον Atkins και τον γνωστό περιηγητή W. Gell στα Ιόνια νησιά και στην Τρωάδα και το 1805-06, με συνοδοιπόρο τον ζωγράφο Simone Pomardi, στην ηπειρωτική Ελλάδα. Εγκαταστάθηκε στη συνέχεια στη Nάπολη και τη Pώμη, παντρεύτηκε μια γυναίκα τριάντα χρόνια νεότερή του και υπήρξε διακεκριμένος εταίρος πολλών πολιτιστικών ιδρυμάτων της Ευρώπης. Εξερευνώντας τα όρη της Iταλίας αρρώστησε και πέθανε. Η μεγάλη αρχαιολογική συλλογή που συγκέντρωσε (νομίσματα, 115 χάλκινα αντικείμενα και 143 αγγεία) στεγάστηκε ένα διάστημα στην οικία του στη Ρώμη και αργότερα πουλήθηκε στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου.
Πολυγραφότατος συγγραφέας αλλά και εικαστικός, ο Dodwell αποκαλύπτει σε όλο το έργο του, μοναδικό για την εποχή, το πολύπλευρο ταλέντο του αρχαιολόγου που διαθέτει: φιλοπεριέργεια, κριτικό πνεύμα και καλλιτεχνικό αισθητήριο. Για πρώτη φορά αναγνωρίζουμε την πραγματική ανακάλυψη «ενός τόπου»: η οδοιπορία γίνεται τρόπος αναγνώρισης και ανάγνωσης του τοπίου, στο οποίο εντάσσονται τα μνημεία, η ιστορία, οι σύγχρονοι άνθρωποι, οι τεκμηριωμένες πληροφορίες. Το πλούσιο σε αρχαιολογικό και τοπογραφικό υλικό ταξίδι, που περιγράφεται σε δύο τόμους είναι ταυτόχρονα ένας απύθμενος πλούτος πληροφοριών για τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο των Ελλήνων κατά την προεπαναστατική περίοδο.
Ο Dodwell ξεκίνησε από τη Βενετία στα τέλη Απριλίου του 1801 με δραγουμάνο έναν έξυπνο, μορφωμένο Έλληνα από τη Σαντορίνη, που συνάντησε στην Ιταλία. Σε ένα μήνα, διαπλέοντας την Αδριατική, έφτασε με τους συνοδοιπόρους του στην Κέρκυρα, η οποία βρισκόταν υπό ρωσοτουρκική κατοχή. Συνέχισε το ταξίδι του, στους Παξούς, στην Πάργα, τη Λευκάδα, και έγραψε: για τα ερείπια, τα προϊόντα, τα χωριά και το ακρωτήριο Λευκάτα, απ’ όπου, σύμφωνα με τη παράδοση, η αρχαία ποιήτρια Σαπφώ, απελπισμένη από τον άτυχο έρωτά της για τον Φάωνα έπεσε στο πέλαγος.Πέρασε στην Πρέβεζα (επισκέφθηκε τις αρχαιότητες στη Νικόπολη), την Ιθάκη (περιγράφει τη γεωγραφική και οικονομική κατάσταση της νήσου και αναζήτησε επιπλέον αρχαιότητες). Τέλος έφτασε στην Κεφαλονιά, όπου ολοκλήρωσε και το πρώτο του ταξίδι προς τον ελλαδικό χώρο συντροφιά με τον William Gell.
Στα 1805 με συνοδοιπόρο τον ζωγράφο Simone Pomardi ξαναέφυγε από τη Μεσήνη της Σικελίας, έφτασε στη Ζάκυνθο (όπου περιγράφει τα χωριά, τον πληθυσμό, τα προϊόντα) και από εκεί πέρασε στο Μεσολόγγι. Γράφει για τους εκβιασμούς εκ μέρους του Αλή πασά, για τα ιδιαίτερα προϊόντα της περιοχής, τον Αχελώο και τις Εχοινάδες νήσους. Στη συνέχεια φτάνει στην Πάτρα, όπου φιλοξενήθηκε από τον πρόξενο Nικόλαο Στράνη, η οικία του οποίου υπήρξε επί σειρά ετών τόπος συνάντησης πολλών Eυρωπαίων επισκεπτών. Περιηγούμενος την πόλη επιβεβαίωσε τις θεωρητικές του γνώσεις για τον περιβάλλοντα χώρο και περιέγραψε με σαφήνεια τη σύγχρονή Πάτρα τόσο την πολεοδομική της όψη (τονίζοντας ότι «τα σπίτια των Eλλήνων είναι ασβεστωμένα και τα σπίτια των Tούρκων έχουν κόκκινο χρώμα»), όσο και το οικονομικό της προφίλ, αναφερόμενος και στα προϊόντα εξαγωγής της περιοχής. Eπισκέφτηκε το κάστρο, το περίφημο μεγαλόκορμο κυπαρίσσι, την εκκλησία του Aγίου Aνδρέα και το αγίασμα (παραθέτει και μία άποψη της ιερής πηγής σε σχέδιο του συνοδοιπόρου του Pomardi). Σημείωσε ακόμη την παρουσία αρκετών μαύρων σκλάβων στην πόλη, ενώ προσπάθησε να αποκτήσει κάποιες αρχαιότητες. Για άλλη μία φορά, στην Πάτρα, ο Dodwell αναπλάθει κατά κύριο λόγο την ιστορική μνήμη. Η οδοιπορία του αναδεικνύει τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, ενώ η επιστημονική τεκμηρίωση, με αρχαίες πηγές αλλά και προγενέστερές του περιηγητικές μαρτυρίες, οριοθετεί τη γνώση του χώρου.
Λόγω επιδημίας στην Πελοπόννησο την περίοδο εκείνη, προτίμησε να φτάσει στην Αθήνα περνώντας από τη Ναύπακτο, το Γαλαξίδι (όπου παρακολουθεί το αποκριάτικο καρναβάλι) και την Άμφισσα (διέμεινε στο σπίτι Κεφαλονίτη γιατρού και επισκέφτηκε τον βοεβόδα) ανεβαίνει τον Παρνασό, σταματά στο Χρισό και καταλύει στο Καστρί όπου περιηγείται στην Κασταλία πηγή και στις ελάχιστες ορατές αρχαιότητες των Δελφών. Ο δρόμος του από την Αράχωβα και το Δίστομο τον έφερε στο μαντείο του Τροφώνιου στη Λιβαδειά και από εκεί στα άλλα βοιωτικά χωριά (Ορχομενός, Αλίαρτος, Θεσπιές). Φτάνει στην Αθήνα, από τον δρόμο των Ελευθερών και της ελευσινιακής πεδιάδας, στις 26 Μαρτίου, την περίοδο που τα συνεργεία του Λόρδου Elgin αποψίλωναν τον γλυπτό διάκοσμο από τα μνημεία της Ακρόπολης. Παρέμεινε μέχρι τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, επισκεπτόμενος σχεδόν όλη την Αττική (Πεντέλη, Φυλή, Αχαρναί, Κηφισιά, Βραυρώνα, Πόρτο Ράφτη, Θορικό, Λαύριο, Σούνιο, Πειραιά), την Αίγινα και τη Σαλαμίνα, ένώ παράλληλα έγραψε, εκτός από αρχαιολογικά θέματα, για τους χορούς, τη μουσική και τα παιγνίδια των Ελλήνων, τα δημόσια λουτρά, αλλά και για τα έντομα και τα πτηνά.
Οδοιπόρησε ξανά προς τη Θήβα, την Κωπαΐδα, τις Θερμοπύλες και από τη Λαμία, τη Στυλίδα και τον Αλμυρό έφτασε στον Βόλο και στο Πήλιο, μνημονεύοντας παντού όλες τις αρχαίες πόλεις και τα κατάλοιπά τους, ενώ συνεχίσε μέχρι τη Λάρισα και τα Αμπελάκια, όπου εντυπωσιάστηκε από το επίπεδο ζωής, τους εκλπεπτυσμένους κατοίκους και τη βιομηχανία βαφής βαμβακονημάτων. Ξαναγύρισε στην Αθήνα διασχίζοντας τον θεσσαλικό κάμπο, τη Λιλαία, την Αμφίκλεια, τη Φωκίδα και τη Βοιωτία και περνώντας από τη Χαλκίδα και τον Μαραθώνα. Το καλοκαίρι όλο παρέμεινε στην Αθήνα. Ο Δεκέμβριος του 1805 τον βρίσκει περιηγούμενο την Αργολιδοκορινθία : το μοναστήρι στο Δαφνί, η Ελευσίνα και τα αρχαία μυστήρια, τα Μέγαρα, ο Ισθμός, ο Ακροκόρινθος, οι Κεχρεές, η Νεμέα και τα αμπέλια της, το Άργος με την ακρόπολη και το αρχαίο θέατρο, οι Μυκήνες με τον θησαυρό του Ατρέα, η Τίρυνθα και το Ναύπλιο, η Επίδαυρος και τα λείψανα του ιερού του Ασκληπιού, η Τροιζήνα, τα Μέθανα, ο Πόρος. Ύστερα, από τον δρόμο προς το Αίγιο, πέρασε από τη Σικυώνα, το Ξυλόκαστρο, στάθηκε στα χάνια της διαδρομής αυτής και από την Πάτρα περιγράφοντας όλα τα χωριά της Αχαΐας και της Ηλείας έφτασε στις 24 Ιανουαρίου του 1806 στην Ολυμπία. Στη συνέχεια επισκέφθηκε τα ερείπια στη Μεσσήνη, τη Μεγαλόπολη και τις Βάσσες και κατέληξε στη Σπάρτη στο τέλος του Φεβρουαρίου. Διασχίζοντας πάλι την Αρκαδία και την Αχαΐα (Τεγέα, Τριπολιτσά, Μαντίνεια, Ορχομενός, Στυμφαλία, Φενεός, Καλάβρυτα, Μέγα Σπήλαιο) έφτασε στη Πάτρα, από κει πέρασε στα Ιόνια νησιά την άνοιξη και έφτασε στη Ρώμη στις 18 Σεπτεμβρίου του 1806.
Ο ίδιος ο Dodwell σχεδίασε περί τις 400 απόψεις τοποθεσιών και μνημείων (πρόσφατα ήρθαν στη δημοσιότητα δεκάδες καινούργια, άγνωστα μέχρι σήμερα, σχέδιά του), χρησιμοποιούσε την camera obscura και επεδίωξε να συνδυάσει τα τεκμηριωμένα αρχαιολογικά κατάλοιπα εμπλουτισμένα καλλιτεχνικά με χαρακτικά, πράγμα που κατάφερε και στα τέσσερα δημοσιευμένα έργα του τα οποία αποτέλεσαν βασικά εγχειρίδια για όλους τους μετέπειτα περιηγητές στον ελλαδικό χώρο, ενώ και σήμερα εξακολουθούν να είναι χρησιμότατα μελετήματα για την αρχαιολογική έρευνα.
Η συγκεκριμένη έκδοση, που προηγήθηκε αυτής του οδοιπορικού, παρουσιάζει με σχόλια και παραπομπές μερικά αρχαιο-ελληνικά ανάγλυφα, σε εξαιρετικής ποιότητας χαλκογραφίες, τα οποία μελέτησε κατά τη διάρκεια των περιηγήσεών του συγκρίνοντάς τα με άλλα παρόμοια έργα.
Συντάκτης: Ιόλη Βιγγοπούλου